ἐπιπάσῃ

ἐπιπάσῃ
ἐπιπάσσω
sprinkle upon
aor subj mid 2nd sg
ἐπιπάσσω
sprinkle upon
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίπαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιπάσσω, το πασπάλισμα 2. ιατρ. η κάλυψη τραύματος ή ευαίσθητης επιφάνειας τού δέρματος με φαρμακευτική σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπάσσω. Η λ. στον λόγιο τ. επίπασις μαρτυρείται στον Δ. Κουτσομητόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • επιπαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επίπαση ή είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για επίπαση …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • ορυζόσκονη — και ρυζόσκονη, η σκόνη από ρύζι, ορυζάμυλο, που χρησιμοποιείται ως βασική ύλη παρασκευής καλλωπιστικών προϊόντων για την επίπαση τού προσώπου, πούδρα …   Dictionary of Greek

  • σουλφαμιδόσκονη — η, Ν (φαρμ.) σκεύασμα σουλφαμίδων σε μορφή σκόνης χρησιμοποιούμενο για επίπαση σε πληγές.. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλφαμίδη + σκόνη] …   Dictionary of Greek

  • στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… …   Dictionary of Greek

  • σύμπασμα — τὸ, Α [συμπάσσω] σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”